- προπόλευμα
- -εύματος, τὸ, Α [προπολεύω](ποιητ. τ.)1. υπηρεσία2. φρ. «προπόλευμα δάφνης» — η ιερή χρήση ή η μαντευτική δύναμη τής δάφνης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προπόλευμα — instrument of service neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)